φαινυτοΐνη

φαινυτοΐνη
η, Ν
(βιοχ.-φαρμ.) κοινή ονομασία τής διφαινυλυδαντοΐνης, αντιεπιληπτικού φαρμάκου, που ανήκει στην κατηγορία τών παραγώγων τής υδαντοΐνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenytoine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”